κεφάλιο

κεφάλιο
Βοτρυώδης ταξιανθία που χαρακτηρίζει τα σύνθετα (δικοτυλήδονα) αλλά και άλλες ομάδες φυτών. Πρόκειται για μία ταξιανθία δισκοειδούς μορφής, η οποία αποτελείται από έναν κοντό άξονα, που στην κορυφή του διαπλατύνεται σε πλατύ, σαρκώδη, κυρτό, επίπεδο ή κοίλο δίσκο· ο τελευταίος περιβάλλεται εξωτερικά από μια σειρά προστατευτικών φυλλαρίων μερικές φορές λείων, τριχοειδών, ή ακανθωτών, συνήθως πράσινου χρώματος, όπως της αγκινάρας. Στη δισκοειδή ανθοδόχη και στην κεντρική της ζώνη φύονται μικρά, άμισχα ανθίδια, κυρίως κίτρινα, όλα σωληνοειδή ή δίμορφα, δηλαδή κατά το ένα μέρος σωληνοειδή και κατά το άλλο γλωσσοειδή. Τα γλωσσοειδή ανθίδια σχηματίζουν ζώνη στην περίμετρο του ανθικού δίσκου, όπως στο φυτό ήλιος και στις κοινές μαργαρίτες, και προσελκύουν τα έντομα που διευκολύνουν την επικονίαση. Συχνά, λείπουν τα γλωσσοειδή ανθίδια και συναντώνται ακόμα και μικρά κ., όπως συμβαίνει σε πολλά είδη αρτεμισίας. Ονομάζονται, συνεπώς, κ. οι λιγότερο ή περισσότερο σφαιρικές ταξιανθίες, που σχηματίζονται από ανθίδια στοιβαγμένα το ένα κοντά στο άλλο. Αριστερά, σχηματική παράσταση τύπου ανθοταξίας και εξωτερικό άνθος ταραξάκου. Στη φωτογραφία, τμήμα κεφαλίου του ίδιου φυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοκεφάλιο — το, Ν βοτ. κυματώδης ταξιανθία που μοιάζει με κεφάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κεφάλιο] …   Dictionary of Greek

  • κουνουπίδι — Κοινή ονομασία του φυτού Brassica oleracea var. botrytis της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα)· ήταν γνωστό, παλιότερα, με την ονομασία λάχανο της Κύπρου. Το κ., πολύ συγγενικό με το κοινό λάχανο, είναι μια ογκώδης πόα, ύψους 30 45 εκ.,… …   Dictionary of Greek

  • μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… …   Dictionary of Greek

  • άμωμο — (amomum).Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ζιγκιβεριδών, ιθαγενών των θερμών χωρών της Ασίας και της Αφρικής. Χαρακτηρίζονται από μακρύ, έρπον ρίζωμα, από το οποίο ορθώνονται πυκνοί βλαστοί με στενά, γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα.… …   Dictionary of Greek

  • αρμερία — (armeria). Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των πλουμβαγινιδών. Είναι φυτά της Ευρώπης, της δυτικής Ασίας, της βόρειας Αφρικής και της Βόρειας Αμερικής που μοιάζουν με γαρύφαλλα. Όλα τα φύλλα βγαίνουν κοντά στην αποξυλωμένη ρίζα και… …   Dictionary of Greek

  • βαλλισνερία — Πολυετής πόα της οικογένειας των υδροχαριτιδών. Η πλήρης επιστημονική ονομασία της είναι β. η σπειροειδής. Φυτό υδρόβιο, υποβρύχιο, με κοντούς βλαστούς και φύλλα παράριζα, επιμήκη, λεπτά, σχεδόν ταινιοειδή και διαφανή. Τα άνθη του είναι δίοικα,… …   Dictionary of Greek

  • βράκτια — Φύλλα σχεδόν λεπιδοειδή, που προστατεύουν τα ανθοφόρα και ξυλοφόρα μάτια ή συνοδεύουν τα άνθη και τις ταξιανθίες. Τα β. μπορεί να είναι λεία ή χλοώδη, πράσινα ή άλλου χρώματος, φυλλοβόλα ή αειθαλή. Τα β. που συνοδεύουν τα άνθη λέγονται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”